Παρασκευή 30 Μαΐου 2008
Ο Χατζατζάρης στο Παρίσι
Ενα καταπληκτικο αρθρο του της δημοσιογράφου Λαμπρινής Θωμά που στην ιστοσελιδα του Σκαϊ. Ειναι πραγματικα υπεροχο:
Πριν καλα-καλα να αδειασει το τονερ, το εθνικό σπορ των κολασμένων του Κολωνακίου, ο αρχοντοχωριατισμός, ξαναχτύπησε από το σημείωμα του αρχισυντάκτη γνωστού φρη πρες εντύπου, που πήγε στο Παρίσι και, ως αρμόζει, είδε το Φως της Πόλεως. Είδε πόσο πιο πολιτισμένο, ποιό ανθρώπινο, πιο τρέντι είναι το Παρίσι, συγκρινόμενο με την ήμο Αθήνα η οποία "αντί να βελτιώνεται, ασχημαίνει".
Αχ, το Παρίσι, λέει, είναι ένας Παράδεισος, με τα μουσεία του, τα μπητς μπαρ στο Σηκουάνα, τους φαρδείς δρόμους του. Είναι μια μαγική εικόνα, από την οποία απουσιάζουν πολλά: απουσιάζει Αλγερία, Ινδοκίνα, Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, Μουρουρόα, απουσιάζει ο εγκιβωτισμένος πολιτισμός, που κλάπηκε νύχτα, μες σε θρήνους και αίματα. Απουσιάζουν τα μαύρα παιδιά που υποχρεώνονταν να γράφουν "Οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες".
Απουσιάζει η κριτική των ίδιων των κατοίκων του Παρισιού, οι καταγγελίες για την καταστροφή της πόλης τους, την εκδίωξή τους και την μετατροπή των ιστορικών κτιρίων και συνοικιών σε συγκροτήματα γραφείων και καταναλωτικά κέντρα. Απουσιάζει η αθλιότητα των προαστίων με τα σύγχρονα "πρότζεκτς", τις άθλιες εργατικές κατοικίες, τα γκέτο μεταναστών που μισούν και προσπαθούν να κάψουν κάθε τόσο το Παρίσι. Ακόμη και σε τουριστικό επίπεδο, απουσιάζει η αλήθεια αυτού που πήγε στο Παρίσι για να δει και όχι για να πει πως πήγε στο Παρίσι, το οποίο, όου γες, έχει το πλεονέκτημα να μην είναι Αθήνα.
Σημαντικό και ευρύ το φαινόμενο, ξεφεύγει κατά πολύ από τα πλαίσια ενός εντιτόριαλ -αν έμενε εκεί δεν θα έφτανε εδώ: δεν θα υπήρχε λόγος να ασχοληθεί κανείς με τα κομπλεξάκια του άλλου, που κάποτε νοστιμίζουν και τα κείμενα, είναι αλήθεια. Όμως καθημερινά, πλήθος διανοούμενων, δημοσιογράφων και καλλιτεχνών μας θυμίζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ότι "δεν τους χωράει ο τόπος". Είτε ως σκηνικό, είτε ως κατοικούμενος από Έλληνες συγκεκριμένης νοοτροπίας και ράθυμης καθημερινότητας.
Η κριτική τους δε γίνεται σε σύγκριση με το άριστο (των αρετών), όμως. Όλοι αυτοί βλέπουν "το γρασίδι του γείτονα πάντα πιο πράσινο", για να χρησιμοποιήσουμε έναν προσφιλή τους αγγλισμό (μαζί με τους "σκελετούς στο ντουλάπι" και τις "καυτές πατάτες"). Αυτά κάνει το μάτι το αλλήθωρο: στην Ελλάδα το γρασίδι δεν συνηθίζεται - πλην Βορείων Προαστίων. Δεν ευδοκιμούν οι σίριαλ κίλερ και οι σκελετοί βρίσκονται σε νεκροταφεία και οστεοφυλάκια. Όσο για τις καυτές πατάτες, η μαμά μας συνήθως εύρισκε το χρόνο να τις φυσήξει να κρυώσουν.
Ψιλά γράμματα, θα πει κανείς, όταν ευρέως προβεβλημένοι συγγραφείς μας, με μητρική γλώσσα την ελληνική, γράφουν τα πρωτότυπα στα αγγλικά ή τα γαλλικά και κατόπιν μεταφράζουν τα έργα τους για το εγχώριο κοινό, ενώ άλλοι, μετριοπαθέστεροι, δημοσιεύουν μυθιστορήματα με αμερικάνικη θεματολογία που διαδραματίζονται στην Νέα Υόρκη ή στο Σικάγο, οπουδήποτε τέλος πάντων εκτός από την Κυψέλη (άπαπα, Μπίθουλας!). Ή, όταν διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί διοργανώνουν "βαλκανικά συνέδρια", στα οποία βαλκάνιοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι, που ζουν με το όνειρο του Γκρίνουιτς Βίλατζ, μαζεύονται για να συμφωνήσουν στο πόσο καθυστερημένοι, απολίτιστοι, πολεμοχαρείς και "κάφροι" είμαστε οι υπόλοιποι συμπατριώτες τους - βλέπε το πρόσφατο μυθιστόρημα του Δημοσθένη Κούρτοβικ περί των βαρβάρων αναζητητών.
Είναι να απορεί κανείς, από που προέκυψαν όλοι αυτοί οι κριτές των απλών ανθρώπων, έτοιμοι να οικτείρουν λάθη και να επέμβουν ως άλλοι χατζηαβάτηδες, να διδάξουν γράμματα στον καραγκιόζη. Ακόμη περισσότερο, είναι να απορεί κανείς πόσο τυφλοί μπορεί να είναι απέναντι στη δημιουργία του νεότερου ελληνισμού, αυτή που γεννήθηκε από άξιους και πρωτοπόρους που είχαν τα κότσια και την παιδεία να συνδιαλεχθούν με το ελληνικόν. Η αναφορά των ονομάτων ("νέημ ντρόπιν" εκσυγχρονιστί), από τον Χατζιδάκι ως τον Ακριθάκη, από το Σεφέρη μέχρι τον Πεντζίκη, από τον Ιόλα μέχρι τον Καρούζο, από τον Κωνσταντινίδη μέχρι τον Βρυώνη, μάλλον δε χρειάζεται, ούτε για καλλιτέχνες, ούτε για επιστήμονες, ούτε για διανοουμένους. Είναι γνωστοί όλοι αυτοί που συνδιαλέχτηκαν με τον ελληνικό πολιτισμό αλλά και με τον μοντερνισμό, χωρίς επαρχιωτισμούς και χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας.
Αν κάπου στράβωσε το πράγμα είναι στην αδυναμία συνέχισης αυτού του διαλόγου από το σωρό των ελασσόνων έως ανύπαρκτων, που, ως εξ αυτής, προτιμούν τη στανική εισαγωγή δυτικών αντιγράφων τρίτης κατηγορίας —ο ορισμός του κιτς- προς "εκσυγχρονισμό" των ημετέρων, από τις πολιτικές δομές και τα πολιτισμικά πρότυπα μέχρι την τελευταία διάσταση της ζωής μας. Το πολεοδομικό και οικιστικό έκτρωμα της σύγχρονης Αθήνας ποιός το σχεδίασε; Κάποιος επαρχιώτης μπετατζής ή οι διπλωματούχοι, συχνότατα ξενοσπουδαγμένοι και μες την προοδευτικίλα αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί; Για τον εκμηδενισμό της γραφής στη χώρα μας ποιός ευθύνεται, αν όχι οι επίδοξοι Φίλιπ Ρόθ και Στήβεν Κίνγκ;
Η αγωνία δεν αφορά, βεβαίως, το έργο όλων αυτών. Δεν πρόκειται, ως δημιούργημα, να ζήσει, διότι δεν αρθρώνει το λόγο κανενός βιώματος. Αφορά το φαρμάκι, την απαξία και την ευκολία, την οποία οι πολλαπλές τους εκδόσεις - στηριγμένες στις καλοθρεμμένες κολωνακιώτικες φιλίες τους- ποτίζουν όσους ακόμη δεν έχουν αναπτύξει ίδιο κριτήριο. Ειδικά καθώς, από αυτά τα φωνακλάδικα τίποτε απουσιάζουν ακόμη και τα πιο ανεπαίσθητα ίχνη αναφοράς στο αληθινό έργο των προηγουμένων. Τελικώς, φτάνει κανείς να ευγνωμονεί όσους τρέφουν αληθινά αισθήματα μίσους προς την ταυτότητά τους. Αυτοί τουλάχιστον λένε το όνομα του Μακρυγιάννη, έστω και για να τον συκοφαντήσουν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου