Κάποτε κάτι άνθρωποι εβγάλανε ουρές
μαύρες φουντωτές
άστα, τι τα θες
Οι άλλοι όλοι λέγανε πω-πω πως είναι αυτοί
μαύροι μαλλιαροί
λες να΄ναι ποντικοί
Γελάγανε , κορόιδευαν και τους σνομπάραν όλοι
είναι σαν διαβόλοι
έλεγε όλη η πόλη
Μα με τα χρόνια με καιρούς κι άλλες ουρές φυτρώσαν
τα μάτια τους βουρκώσαν
και σαν ξένοι νιώσαν
κλάψαν προσπαθήσαν
μα στο τέλος εκερδίσαν
Σαν εγίνανε, λοιπόν, κοινότητα μεγάλη
βγαίναν στους δρόμους πάλι
παρά το μαύρο τους το χάλι
Οι άνθρωποι τότε το μίσος τους μειώσαν
με τους ποντικούς φιλιώσαν
και μαζί τους ξεφαντώσαν
Μα σαν άλλαζαν οι καιροί πληθαίνανε οι ποντικοί
και οι άνθρωποι οι κανονικοί
γίναν πιο μοναχικοί
Η ουρά έγινε μόδα σ΄ολη την χώρα
οι άνθρωποι μας τώρα
περνούσαν μεγάλη μπόρα
Και σαν οι ποντικοί εγίναν αφεντάδες
οι άνθρωποι οι φουκαράδες
είχαν πολλούς μπελάδες
Το κατώφλι του σπιτιού τους τώρα δεν περνούσαν
τις κουρτίνες τους τραβούσαν
γιατί μαζί τους όλοι εγελούσαν
1 σχόλιο:
Πολύ εξυπνο και σοφό το ποιημά σου, φίλε μου. Μ' αρέσει το γράψιμό σου. Αν έιχα χρόνο θα διάβαζα και τα υπόλοιπα...
Δημοσίευση σχολίου