Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Ο μεθυσμένος




Απόψε ήπια λίγο παραπάνω

καθώς η νύχτα το επιβάλει

να βάλω στο μυαλό μου την ζάλη

και τρέλες πολλές να κάνω



Πίσω απ' το άδειο μου μπουκάλι

μυρίζει οινόπνευμα ο αέρας

βρομοκοπάω σαν αιθέρας

μα, ποτό παραγγέλνω πάλι



Ξάφνου, είδα τον ταβερνιάρη

με μανία να βαρά τα ντέφια

και κάποιος που είχε κέφια

μ'εναν σκύλο να φλερτάρει



οι υπόλοιποι πελάτες

σκοτσέζικη φορούσαν φούστα

αταίριαστοι με τα δικά μου γούστα

που ήθελα μεταξωτές γραβάτες



βγαίνοντας απ'την τρελή ταβέρνα

και διασχίζοντας τον δρόμο

βλέπω έναν πίθηκο που στον ώμο

κουβάλαγε μια λατέρνα



σαν την "έναστρη νύχτα" το τοπίο

κάποιου μεγάλου ολλανδού ζωγράφου

Κυπαρισσία, ψηλά δέντρα του τάφου

η πόλη με το βραδινό της προσωπείο



Στην κεντρική την λεωφόρο

τα παιδια παίζαν μπάλα

στον οδηγό ρίξανε ροχάλα

που τους παραβίασε τον χώρο



Του κάπτεν Χουκ το καράβι

επί τόπου φρενάρει

μόλις βλέπει το φανάρι

κόκκινο ν'ανάβει



Από τις κορυφές του Ολύμπου πάνω

ο Δίας χαιρετίσματα μου στέλνει

με δυνατή φωνή ο Ερμής κρένει

και με ρωτά τι κάνω



Να, και ο πύργος ο λευκός

από την ακρόπολη μου γνέφει

καθώς τα κύματα του στρέφει

προς εμένα ο Σαρωνικός



Στον ουρανό τα άστρα

χόρευαν με το φεγγάρι

χόρεψα κι εγώ το γομάρι

και τους έκανα χαλάστρα

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

epitelous poiima!ligo periergi logiki.eixa pados mia sympathitikotita.

tha se do apopse poiiti, to vradi.t leme..

Loulis