Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Οι Τρεις Πιθηκοι



αφιερωμένο στον Α.Γ.


I

Τα μάτια έχει κλείσει και δεν βλέπει
αυτά που μπορεί να δει και αυτά που πρέπει
η φωτιά γύρο του έχει ανάψει
και μάλλον θα την δει όταν τον κάψει

Ακούει κάτι, δεν καταλαβαίνει
η φωνή δεν του φαίνεται ξένη
μα όσο αυτό και αν τον τρομάζει
τα χέρια απ' τα μάτια δεν τα βγάζει

Στην τύφλα και στο σκοτάδι του μένει
με μία συνείδηση κοιμισμένη
οι ψίθυροι τον πνίγουν σαν ποτάμι
τα μάτια του ματώνουν την παλάμη

Πρέπει να βγάλει ή όχι το χέρι;
ο φουκαράς ο πίθηκος δεν ξέρει
και γυρνά με παράπονο στην πόλη
"μα γιατί δεν ησυχάζουνε όλοι;"

Πάνε τα παιδιά σαν τα περιστέρια
πάνω του και του τραβούν τα χέρια
μα ο πίθηκος μακριά τα διώχνει
και με την ουρά στον γκρεμό τα σπρώχνει

Όμως όταν κάποια στιγμή λυγίσει
ίσως τα μάτια του ανοίξει
θα χάσει την ωραία του γαλήνη
όταν καταλάβει τι είχε γίνει


ΙΙ

Αυτοί! Που έρπονται σαν κάμπιες
με πεταλούδες πόσο του μοιάζουν
Οι άλλοι! Που μαντρόσκυλα δείχνουν
με λύκους τόσο πολύ φαντάζουν

Και στην μέση κάθεται εκείνος
έχει μπροστά του τις εικόνες νωπές
μια εικόνα χίλια ψέματα
ένα ψέμα χίλιες σιωπές

Έχει τα αυτιά του σφραγισμένα
και ότι του δείχνουν το πιστεύει
αμέσως με το μέρος πηγαίνει
αυτών που η εικόνα χαϊδεύει

Απ' το βιβλίο της ιστορίας
σε μια σελίδα έσταξε αίμα
και τότε ο πίθηκος άκουσε
ότι όλα ήταν ένα ψέμα

Ότι η νύχτα έπεφτε βαριά
χωρίς να λάμπουνε τα αστέρια
κι ότι όσοι γλίτωναν την φωτιά
τσακίζονταν πάνω στα μαχαίρια

Μα επέστρεψαν ξανά εκείνοι
σαν κύματα ορμήξαν και πάλι
διέταξαν να κλείσει τα αυτιά
να γυρίσει αλλού το κεφάλι

Κι εκείνος υπάκουσε αμέσως
σαν στρατιωτάκι, σαν μαριονέτα
ποιος ξέρει αν θα ακούσει ξανά
είτε σειρήνα, είτε τρομπέτα


ΙΙΙ

Το κρίνο βγαίνει δειλά-δειλά
και το τσακίζουν τα ζιζάνια
στα δυο το σκίζουν τα δρεπάνια
όμως ο πίθηκος δεν μιλά

Πριν ο αετός φτάσει ψηλά
τον χτυπούν, στις πληγές του φτύνουν
και το αίμα λαίμαργα πίνουν
όμως ο πίθηκος δεν μιλά

Πάνε πενήντα χρόνια τώρα
σιωπή, σιωπή καταραμένη
μια ποδιά κατουρημένη
αναφανδόν στην κατηφόρα

Δεν είναι αυτά που κοιτάει
δεν είναι αυτά που ακούει
είναι που κοιτά και ακούει
την αλήθεια μα δεν μιλάει

Με τα μεγάλα του τα χέρια
πνίγει αμέσως κάθε κραυγή
που απ' το στόμα πάει να βγει
και να ξεχυθεί στα αστέρια

Σιχαμένο εσύ πιθήκι
αν ποτέ τύχει και μιλήσεις
με αυτά που θα ξεστομίσεις
θα πεθάνεις από την φρίκη

Και όταν σε θάψουν θα' μαι μπρος
και στην κάσα σου θα καθίσω
αμφιβολία μην αφήσω
πως είσαι επιτέλους
νεκρός